- αποξεχνώ
- αποξεχνάω (αόρ. αποξέχασα) μετ. совершенно забывать;1) — забываться;
αποξεχνιέμαι, αποξεχνιούμαι-
2) быть забытым, покинутым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξεχνιέμαι, αποξεχνιούμαι-
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα … Dictionary of Greek
αποδιαβάζω — (Μ ἀποδιαβάζω) 1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου 2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπο νεοελλ. τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματα μσν. 1. αποδιώχνω απ τη σκέψη, αποξεχνώ 2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι … Dictionary of Greek